δυόμισυ

δυόμισυ
το
δύο μονάδες και μισό τής μονάδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πενθημιμερής — ές, ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από πέντε μισά, δηλ. δυόμισυ ολόκληρα μέρη 2. φρ. «τομή πενθημιμερής» (μετρ.) τομή που τέμνει τον στίχο στο πέμπτο ημιπόδιο, δηλ. υυ / υυ / αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενθημιμερές οι πρώτοι δυόμισυ πόδες τού στίχου.… …   Dictionary of Greek

  • υποδιπλασιεφήμισυς — υ, Α ο δυόμισυ φορές μικρότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + διπλασιεφήμισυς «ο δυόμισυ φορές μεγαλύτερος»] …   Dictionary of Greek

  • διπενθημιμερής — διπενθημιμερής, ές και διπενθημιμερικός, ή, ον (AM) (για στίχο) αυτός που αποτελείται από δύο πενθημιμερή μέτρα, από δυόμισυ πόδες …   Dictionary of Greek

  • μπότσα — η (Μ μπότσα και μπότζα) νεοελλ. μέτρο χωρητικότητας υγρών, ιδίως τού μούστου, ίσο με δύο οκάδες, δηλ. δυόμισυ περίπου χιλιόγραμμα μσν. εξόγκωμα, προεξοχή σε μια επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bozza] …   Dictionary of Greek

  • πενθημίγυον — τὸ, Α μέτρο εκτάσεως ίσο με δυόμισυ γύες· [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ἡμι + γύον / γύης] …   Dictionary of Greek

  • πενθημιαρτάβη — ἡ, Α δυόμισυ αρτάβες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ἡμι + ἀρτάβη] …   Dictionary of Greek

  • πενθημιαρτάβιον — το, Α [πενθημιαρτάβη] δυόμισυ αρτάβες, πενθημιαρτάβη* …   Dictionary of Greek

  • πενθημιδακτύλιος — ον, Α αυτός που έχει πλάτος ίσο με δυόμισυ δακτύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ἡμιδακτύλιον] …   Dictionary of Greek

  • πενθημιπόδιος — ία, ον, Α (για το βάθος ορύγματος) αυτός που αποτελείται από πέντε ημιπόδια, δηλ. από δυόμισυ πόδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ἡμιπόδιον] …   Dictionary of Greek

  • πενθημισπίθαμος — ον, Α αυτός που έχει μήκος ίσο με δυόμισυ σπιθαμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ἡμισπίθαμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”